- αναλικμώ
- ἀναλικμῶ (-άω) (Α) [λικμῶ]αποχωρίζω τα άχυρα από το σιτάρι με λίχνισμα, λιχνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαναλικμώ — άω, Μ (σχετικά με το σιτάρι) αποχωρίζω τα άχυρα με επιπρόσθετο λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναλικμῶ «λιχνίζω»] … Dictionary of Greek